ὁσιότητος

ὁσιότητος
ὁσιότης
disposition to observe divine law
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ESSENI — qui et Essaei, aliis Osseni, Hessaei, vel etiam aliquando Hasidaei, secta Iudaeorum magni nominis, qui quod altius, et sublimius omnia specularentur, soli Philosophorum in illa gente titulum merei videbantur: Rationalem Philosophiae partem, velut …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θεραπευτής — ο, θηλ. θεραπεύτρια (AM θεραπευτής, θηλ. θεραπεύτρια) [θεραπεύω] αυτός που περιποιείται, που θεραπεύει ασθενείς νεοελλ. αυτός που θεραπεύει ασθενείς χωρίς φάρμακα ή ιατρικά όργανα αλλά με υποβολή ή ξόρκια αρχ. 1. αυτός που λατρεύει τους θεούς ή… …   Dictionary of Greek

  • οσιότητα — η (ΑΜ ὁσιότης, ητος) [όσιος] 1. η συμπεριφορά σύμφωνα με τον θείο νόμο, ευσέβεια, αγιότητα («μόρια [τῆς ἀρετῆς] ἐστὶν ἡ δικαιοσύνη καὶ σωφροσύνη καὶ ὁσιότης», Πλάτ.) 2. τιμητική προσφώνηση ιερωμένων («τοῑς γράμμασι τῆς σῆς ὁσιότητος», Βασ.) αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”